-
1 διερχόμενον
διέρχομαιgo through: pres part mp masc acc sgδιέρχομαιgo through: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
2 διελίτην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διελίτην
См. также в других словарях:
διερχόμενον — διέρχομαι go through pres part mp masc acc sg διέρχομαι go through pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρόγειος — α, ο, θηλ. και ος Ν 1. ο συγκροτημένος από νερό και γη 2. φρ. «υδρόγειος σφαίρα» ή, απλώς, «η υδρόγειος» i) κοίλη κατά κανόνα σφαίρα, κατασκευασμένη από ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό, τής οποίας η επιφάνεια αναπαριστάνει σε χάρτη την επιφάνεια τής… … Dictionary of Greek