-
1 διερευνάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερευνάω
-
2 διερεύνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερεύνησις
-
3 διερευνητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερευνητέον
-
4 διερευνητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερευνητής
-
5 διερευνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερευνητικός
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский