-
1 διερειδω
-
2 διερείδω
A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1.2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22.II [voice] Med., lean upon,τινί E.Hec.66
: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on.., Ar.Ec. 150.2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against.., Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερείδω
-
3 διερείδω
μετ. уст. подпирать -
4 διερείδω
δι-ερείδω, stützen (eine Mauer); sich stützen; übertr., sich widersetzen, streiten
См. также в других словарях:
διέρεισμα — το (Α διέρεισμα) [διερείδω] υποστήριγμα … Dictionary of Greek
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek