Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διεπω

См. также в других словарях:

  • διέπω — βλ. πίν. 9 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διέπω — manage pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπω — (AM διέπω) [έπω] διευθύνω, διοικώ, τακτοποιώ νεοελλ. ρυθμίζω, κανονίζω αρχ. 1. διαχειρίζομαι 2. περνώ ανάμεσα 3. διαπερνώ, διασχίζω, διαπλέω 4. μέσ. ασχολούμαι …   Dictionary of Greek

  • διέπω — ρυθμίζω, διευθύνω, διαπερνώ: Τις εργασιακές σχέσεις σ’ αυτή την εταιρεία τις διέπει ισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεπομένων — διέπω manage pres part mp fem gen pl διέπω manage pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεπόμενον — διέπω manage pres part mp masc acc sg διέπω manage pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπει — διέπω manage pres ind act 3rd sg (epic) διέπω manage pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπομεν — διέπω manage imperf ind act 1st pl (epic) διέπω manage pres ind act 1st pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέπον — διέπω manage pres part act masc voc sg διέπω manage pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέποντα — διέπω manage pres part act neut nom/voc/acc pl διέπω manage pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέποντι — διέπω manage pres ind act 3rd pl (epic doric) διέπω manage pres part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»