-
1 διεξοδικος
-
2 διεξοδικός
η, ό[ν] пространный, подробный, обстоятельный -
3 διεξοδικός
[диэксодикос] εκ. пространный, многословный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διεξοδικός
-
4 διεξοδικός
[диэксодикос] επ пространный, многословный.
См. также в других словарях:
διεξοδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… … Dictionary of Greek
διεξοδικός — ή, ό επίρρ. ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοί — διεξοδικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)