-
1 διελιττω
-
2 διελίττω
δι-ελίττω, auseinander-, entwickeln
См. также в других словарях:
διελίσσω — και διελίττω (Α) [ελίσσω] 1. ξετυλίγω μέσα από κάτι 2. (για στράτευμα) κάνω ελιγμούς, ετοιμάζομαι να προχωρήσω με ελιγμούς 3. εκθέτω, εξηγώ … Dictionary of Greek