-
1 διελκυστίνδα
διελκ-υστίνδα παίζειν,A tug-of-war, Poll.9.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διελκυστίνδα
-
2 γραμμή
A stroke or line of a pen, line, as in mathematical figures, γραμμῆς λόγος ὁ τῶν δύο Pythagorei ap.Arist. Metaph. 1036b12, cf. Pl.Men. 82c, R. 509d, etc.; περὶ ἀλόγων γ. title of work by Democritus, περὶ ἀτόμων γ., title of work ascribed to Arist.: hence γραμμαί, αἱ, astronomy, AP9.344 (Leon.); also in forming letters, line traced by teacher, Pl.Prt. 326d; outline, opp. σκιά, Metop. ap. Stob.3.1.116, cf. Plb.2.14.8;ἡ ἐκτὸς γ. Hero Aut.27.2
.II = βαλβίς, line across the course, starting- or winning-point, Pi.P.9.118, cf. Ar.Ach. 483;εὐθὺς ἀπὸ γ. Lib.Or.59.13
: metaph. of life,πέλας γραμμῆς ἱκέσθαι E.El. 956
;ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γ. κακῶν Id.Fr. 169
;ἡ ἐσχάτη τοῦ βίου γ. D.S.17.118
: hence, boundary-line, edge, dub. l. in Hp.Art.80; cutting edge of a knife, Gal.2.673.III line or square on a chequer-board: hence prov., τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον to move a piece from this line, i. e. try one's last chance, Theoc. 6.18 (usu. called ἡ ἱερά (sc. γραμμή), cf. ἱερός) ; αἱ γ. the board itself, Poll.9.99.2 διὰ γραμμῆς παίζειν to play at tug-of-war ([etym.] διελκυστίνδα), Pl.Com.153.1, Pl.Tht. 181a.V Medic., linea alba, Gal.2.514.2 = ζέα, Hippiatr.1. -
3 συνέλκω
A draw together,σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp. 190e
; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, (troch.);τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8
:—[voice] Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7
; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32;ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b
.b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ.. αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.).II pull along with, help to pull, Ar. Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht. 181a;τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέλκω
-
4 ἑλκυστίνδα
ἑλκ-υστίνδα, Adv.A = διελκυστίνδα, Eust.1111.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστίνδα
См. также в других словарях:
διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… … Dictionary of Greek
διελκυστίνδα — η ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με δύο ομάδες· κάθε ομάδα κρατά τη μια από τις δυο αντίθετες άκρες ενός σκοινιού και προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος της την άλλη ομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ελκυστίνδα — ἑλκυστίνδα (Α) διελκυστίνδα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
τριχιά — η 1.τρίχινο σκοινί. 2. κάθε σκοινί: Στη διελκυστίνδα τραβάνε τριχιά. 3. τρίχινο νήμα που χρησιμοποιούν αυτοί που ράβουν δέρματα. 4. τρίχινο κόσκινο των μεταλλουργών, η σήτα, η σαλαγκιά. 5. σύνεργο για ψάρεμα από λεπτό νήμα με βαρίδι και αγκίστρι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)