-
1 διελεγχθήση
-
2 διελεγχθήσῃ
См. также в других словарях:
διελεγχθήσῃ — διελέγχω refute fut ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διελεγχθήση
2 διελεγχθήσῃ
διελεγχθήσῃ — διελέγχω refute fut ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)