-
1 διεκλονείτο
-
2 διεκλονεῖτο
См. также в других словарях:
διεκλονεῖτο — διά κλονέω drive tumultuously imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διεκλονείτο
2 διεκλονεῖτο
διεκλονεῖτο — διά κλονέω drive tumultuously imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)