-
1 претендовать
διεκδικώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > претендовать
-
2 revendiquer
διεκδικώ -
3 оспаривать
оспаривать 1) (в состязании) διεκδικώ* \оспаривать первое место διεκδικώ τα πρωτεία 2) (спорить) διαφιλονικώ* * *1) ( в состязании) διεκδικώоспа́ривать пе́рвое ме́сто — διεκδικώ τα πρωτεία
2) ( спорить) διαφιλονικώ -
4 предъявить
предъявить, предъявлять 1) (показать) δείχνω, παρουσιάζω* предъявите билеты! παρουσιάστε τα εισιτήρια 2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ* * *= предъявлять1) ( показать) δείχνω, παρουσιάζωпредъяви́те биле́ты! — παρουσιάστε τα εισιτήρια
2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ -
5 претендовать
-
6 оспаривать
оспарива||тьнесов в разн. знач. δια-φιλονικώ, διαμφισβητώ, διεκδικώ:\оспаривать завещание διαμφισβητῶ τήν διαθήκη· -\оспаривать чьи́-л. права διεκδικώ τά δικαιώματα κάποιου. -
7 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
8 востребовать
востребоватьсов ἀπαιτώ, διεκδικώ. -
9 выставлять
выставлятьнесов1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:\выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:\выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:\выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·4. (на выставке) ἐκθέτω:\выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:\выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·6. (проставлять) θέτω, βάζω:\выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:\выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα. -
10 право
прав||о Iс1. τό δικαίωμα:\право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.право IIвводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω. -
11 предъявлять
предъяв||ля́тьнесов1. (показать) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω, δεικνύω:\предъявлятьлять билет δείχνω τό είσιτήριο· \предъявлятьлить документ δείχνω τήν ταυτότητα, τά χαρτιά·2. (требования и т. ἡ.) προβάλλω:\предъявлятьля́ть права на что́-л. διεκδικώ, προβάλλω ἀξιώσεις· \предъявлятьля́ть требование προβάλλω ἀπαιτήσεις, ἀπαιτώ· \предъявлятьлять обвинение κάνω μήνυση, κατηγορώ, καταγγέλλω· \предъявлятьля́ть иск ἐνάγω, κινώ ἀγωγήν \предъявлятьлять ультиматум ἐπιδίδω τελεσίγραφον. -
12 претендовать
претенд||оватьнесов1. ἔχω ἀξιώσεις, διεκδικώ, ἀντιποιοῦμαι·2. перен:\претендоватьова́ть на остроу́мие κάνω τόν πνευματώδη. -
13 притязать
притязатьнесов ἔχω ἀξιώσεις, ἔχω ἀπαιτήσεις, διεκδικώ. -
14 требование
требовани||ес1. ἡ ἀπαίτηση [-ις], ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ διεκδίκηση [-ις]:по первому \требованиею μόλις τό ζητήσει κανείς' удовлетворить чьй-л, \требованиея ίκανοποιώ τίς ἀπαιτήσεις κάποιου· выдвигать \требованиея διεκδικώ·2. \требованиея мн. (норма, запросы, правила) οἱ ἀπαιτήσεις:человек с высокими \требованиеями ἀνθρωπος μέ ἀξιώσεις· отвечать современным \требованиеям ἀνταποκρίνομαι στίς σημερινές ἀπαιτήσεις·3. (документ) ἡ ἀϊτηση [-ις]:послать \требование на что́-л. στέλνω αίτηση γιά κάτι. -
15 требовать
требоватьнесов1. ἀπαιτώ, ζητώ, διεκδικώ:\требовать объяснений ἀπαιτώ ἐξηγήσεις·2. (нуоюдаться β чем-л.) ἀπαιτώ, χρειάζομαι, ἔχω ἀνάγκη, ζητώ:дом требует ремонта τό σπίτι χρειάζεται ἐπισκευή·3. (вызывать куда-л.) καλώ/ φωνάζω κάποιον (звать):\требовать кого-л. в суд κλητεύω κάποιον. -
16 assert
[ə'sə:t]1) (to say definitely: She asserted that she had not borrowed his book.) (δια)βεβαιώνω2) (to insist on: He should assert his independence.) διεκδικώ•- assertive
- assert oneself -
17 claim
[kleim] 1. verb1) (to say that something is a fact: He claims to be the best runner in the class.) ισχυρίζομαι2) (to demand as a right: You must claim your money back if the goods are damaged.) απαιτώ3) (to state that one is the owner of: Does anyone claim this book?) διεκδικώ2. noun1) (a statement (that something is a fact): Her claim that she was the millionaire's daughter was disproved.) ισχυρισμός2) ((a demand for) a payment of compensation etc: a claim for damages against her employer.) αξίωση3) (a demand for something which (one says) one owns or has a right to: a rightful claim to the money.) διεκδίκηση•- claimant -
18 press for
(to try to get; to keep demanding: The miners are pressing for higher wages.) διεκδικώ -
19 притязать
[πριτιζάτ'] ρ. διεκδικώ, έχω απαιτήσεις -
20 притязать
[πριτιζάτ'] ρ διεκδικώ, έχω απαιτήσεις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διεκδικώ — διεκδικώ, διεκδίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… … Dictionary of Greek
διεκδικώ — διεκδίκησα, διεκδικήθηκα 1. αγωνίζομαι, ενάντια σε άλλους, να αποκτήσω κάτι ή να διατηρήσω την κυριαρχία μου σ’ αυτό: Οι δυο γείτονες διεκδικούν το ενδιάμεσο κομμάτι γης. 2. αγωνίζομαι να πάρω ό,τι μου ανήκει: Οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυξήσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφιλονικώ — διαφιλονίκησα, διεκδικώ κάτι, αμφισβητώ την κυριότητα κάποιου πράγματος και το διεκδικώ: Εγώ κι ο αδελφός μου διαφιλονικούμε για την κυριότητα του πατρικού μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
αδιεκδίκητος — η, ο [διεκδικώ] 1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται 2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω … Dictionary of Greek
ανθαιρούμαι — ἀνθαιροῡμαι ( έομαι) (Α) 1. προτιμώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο, προκρίνω 2. εκλέγω, διορίζω κάποιον στη θέση άλλου 3. διεκδικώ, προβάλλω αξιώσεις … Dictionary of Greek