Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διειρωνόξενος

См. также в других словарях:

  • διειρωνόξενος — διειρωνόξενος, ον (Α) αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του …   Dictionary of Greek

  • διειρωνόξενοι — διειρωνόξενος dissembling with one s guests masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»