Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διεγείρω

  • 41 наэлектризовать

    -зуга, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наэлектризованный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ηλεκτρίζω.
    2. μτφ. διεγείρω.
    1. ηλεκτρίζομαι.
    2. διεγείρομαι, εξανίσταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > наэлектризовать

  • 42 ополчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. εξοπλίζω για πόλεμο ιδρύω λαϊκή φρουρά.
    2. μτφ. (απλ.) προδιαθέτω κακώς, διεγείρω κατά.
    1. παλ. εξοπλίζομαι αντιμάχομαι, αντιπαλεύω.
    2. ξεσηκώνομαι, κινητοποιούμαι. || μτφ. επιτίθεμαι (με λόγια, κριτική κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ополчить

  • 43 отозвать

    отзову, отзовшь, παρλθ. χρ. отозвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отозванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερίσει ή να έρθει σε μένα.
    2. ανακαλώ•

    отозвать посла ανακαλώ τον πρεσβευτή.

    1. αποκρίνομαι, απαντώ•

    никто не -лся κανένας δεν αποκρίθηκε.

    2. ανταποκρίνομαι•

    отозвать на чувство ανταποκρίνομαι στο αίσθημα.

    || συμπαθώ, συμπονώ βοηθώ συμμετέχω.
    3. προκαλώ, διεγείρω ξυπνώ. || προκαλούμαι εμφανίζομαι.
    4. βρίσκω απήχηση• έχω αντίκτυπο ή συνέπειες• επιδρώ.
    5. εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отозвать

  • 44 охмелить

    ρ.σ.μ.
    1. παλ. μεθώ.
    2. μτφ. διεγείρω, φέρω στο κέφι.

    Большой русско-греческий словарь > охмелить

  • 45 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 46 подзадорить

    ρ.σ.μ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω, παρακινώ.

    Большой русско-греческий словарь > подзадорить

  • 47 подначить

    -чу, -чишь
    ρ.σ. (απλ.) διεγείρω, ερθίζω, κεντρίζω, παρακινώ.

    Большой русско-греческий словарь > подначить

  • 48 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 49 подогреть

    ρ.σ.μ.
    1. θερμαίνω, ζεσταίνω ελαφρά ή ακόμα λίγο•

    подогреть воду ζεσταίνω λίγο το νερό.

    2. μτφ. διεγείρω, υποθάλπω, τονώνω•

    его -ло вино τον ζέστανε το κρασί.

    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (λίγο)•

    чайник -лся το τσαερό ζεστάθηκα λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подогреть

  • 50 порывать(ся)

    -ает
    ρ.δ. απρόσ. παλ. διεγείρω, εξεγείρω φλέγω, ανάβω.
    1. σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι., πετάγομαι όρθιος.
    2. επιδιώκω δοκιμάζω, προσπαθώ αποπειρώμαι.
    ρ.δ.
    βλ. порвать(ся) (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > порывать(ся)

  • 51 преисполнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преисполненный, βρ: -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) υπερπληρώ, παραγεμίζω• ολοκληρώνω. || διεγείρω κορώνω•

    преисполнить гневом ή гнева παροργίζω, παραθυμώνω•

    преисполнить расдражени-ем υπερερεθίζω.

    είμαι πλήρης, γεμάτος•

    преисполнить решимости είμαι όλος αποφασιστικότητα•

    преисполнить радости ή радостью είμαι όλος χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > преисполнить

  • 52 приподнять

    ρ.σ.μ.
    1. ανασηκώνω•

    приподнять больного на постели ανασηκώνω τον άρρωστο στο κρεβάτι•

    приподнять голову ανασηκώνω το κεφάλι.

    2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, διεγείρω. || ανυψώνω, εξυψώνω, ανεβάζω.
    ανασηκώνομαι•

    приподнять на колени ανασηκώνομαι στα γόνατα.

    Большой русско-греческий словарь > приподнять

  • 53 пришпорить

    ρ.σ.μ. σπιρουνίζω. || μτφ. κεντώ, διεγείρω.

    Большой русско-греческий словарь > пришпорить

  • 54 пробудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пробужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω•

    шум меня -ил ο θόρυβος με ξύπνησε.

    || μτφ. διεγείρω, ανάβω-пробудить страсти ξυπνώ τα πάθη. || μτφ. ωθώ, παρακινώ•

    пробудить к деятельности δίνω ώθηση για δράση.

    2. μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω.
    ξυπνώ, αφυπνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > пробудить

  • 55 раздразнить

    -азню -азнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздразнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, φουρκίζω, τσιγκλώ, πικάρω• αγριεύω. || κεντώ• διεγείρω•

    -аппетит κινώ την όρεξη.

    Большой русско-греческий словарь > раздразнить

  • 56 раззадорить

    -рго -ришь
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, διεγείρω• προκαλώ• γινατώνω.
    αψώνω, το βάζω πείσμα, γινάτι, πεισματώνω.

    Большой русско-греческий словарь > раззадорить

  • 57 раскачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.
    1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•

    раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.

    2. κουνώ στον αέρα.
    3. σείω, δονώ, κλονίζω.
    4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.
    1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.
    2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.
    3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός.

    Большой русско-греческий словарь > раскачать

  • 58 расколыхать

    -лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. колыхать.
    2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.
    1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•

    море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.

    2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•

    массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расколыхать

  • 59 расшевелить

    -велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανακινώ• ανασκαλεύω•

    расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    || βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.
    2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.
    1. κουνιέμαι, σαλεύω.
    2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшевелить

  • 60 хмелить

    -лит
    ρ.δ.μ.
    μεθώ κάποιον.
    διεγείρω, ενθουσιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > хмелить

См. также в других словарях:

  • διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεγείρω — διά ἐγείρω awaken aor subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres ind act 1st sg διά ἐγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοδιεγείρομαι — διεγείρω τον εαυτό μου, διεγείρομαι από μόνος μου …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • εξοροθύνω — ἐξοροθύνω (Α) διεγείρω, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οροθύνω «ερεθίζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… …   Dictionary of Greek

  • παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»