-
1 δια-ψευστός
δια-ψευστός, erlogen; διαψευστῶς λέγειν τὸ ψεῦδος, wissentlich eine Lüge sagen, Stob.
-
2 ἀ-διά-ψευστος
ἀ-διά-ψευστος, untrüglich, D. Sic. 5, 37; Sp.
-
3 διαψευστός
δια-ψευστός, erlogen; διαψευστῶς λέγειν τὸ ψεῦδος, wissentlich eine Lüge sagen -
4 ἀδιάψευστος