-
1 δια-χόω
δια-χόω, einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.
-
2 διαχόω
-
3 διαχοω
1 δια-χόω
δια-χόω, einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.
2 διαχόω
3 διαχοω