-
1 δια-φώσκω
δια-φώσκω, = διαφαύσκω; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86. 9, 45; ἡμέρας διαφωσκούσης, D. Sic. 18, 72.
-
2 διαφώσκω
См. также в других словарях:
φώσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέγγω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συνήθως σύνθ. με προθέσεις (πρβλ. δια φώσκω, ὑπο φώσκω) και αποτελεί μεταπλασμένο τ. τού ρ. φαύσκω*, κατ επίδραση τής λ. φῶς] … Dictionary of Greek