-
1 διά-φοβος
διά-φοβος, sehr furchtsam, Tzetz. Lycophr. 1242. δια-φοιβάζω, in heftige Wuth versetzen; τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσϑαι κακοῖς Soph. Ai. 325, Schol. ἐκμεμηνέναι.
-
2 διαφοιβάζω
-
3 διαφοιβαζω
приводить в исступление
1 διά-φοβος
διά-φοβος, sehr furchtsam, Tzetz. Lycophr. 1242. δια-φοιβάζω, in heftige Wuth versetzen; τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσϑαι κακοῖς Soph. Ai. 325, Schol. ἐκμεμηνέναι.
2 διαφοιβάζω
3 διαφοιβαζω