-
1 διαφλεγω
1) сжигать; pass. сгорать2) воспламенять, возбуждать(τὰς ψυχάς Plut.)
διεφλέχθη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν Plut. — от песен он воспламенился душой
См. также в других словарях:
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek