-
1 δια-φεγγής
δια-φεγγής, ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.
-
2 διαφεγγής
δια-φεγγής, ές, durchglänzend
См. также в других словарях:
υπερφέγγεια — ἡ, Α άπλετο φως, δυνατή λάμψη («τὴν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων ὑπερφέγγειαν», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φέγγεια (< φεγγής < φέγγος), πρβλ. περι φέγγεια] … Dictionary of Greek