Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δια-τορνεύω

См. также в других словарях:

  • τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • διετόρνευσε — διά τορνεύω work with a lathe aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατετορνευμένας — διατετορνευμένᾱς , διά τορνεύω work with a lathe perf part mp fem acc pl διατετορνευμένᾱς , διά τορνεύω work with a lathe perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»