-
1 διαταφρευω
См. также в других словарях:
διαταφρεύω — (Α) 1. οχυρώνω με τάφρο 2. σκάβω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ταφρεύω < τάφρος*] … Dictionary of Greek
1 διαταφρευω
διαταφρεύω — (Α) 1. οχυρώνω με τάφρο 2. σκάβω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ταφρεύω < τάφρος*] … Dictionary of Greek