-
1 δια-στίλβω
δια-στίλβω, durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.
-
2 διαστίλβω
-
3 διαστιλβω
1) светиться, блестеть(πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ χρυσίον διαστίλβει Plut.)
2) просвечивать, виднеться