1 δια-σπαρακτός
δια-σπαρακτός, zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δια-σπαρακτός
2 διασπαρακτός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > διασπαρακτός
3 διασπαρακτος
(σῶμα Πενθέως Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > διασπαρακτος