-
1 σοβεω
1) гнать, погонять(αἰπόλιον τῇ ῥάβδῳ Luc.)
2) распугивать, разгонять, отгонять(τὰς ὄρνεις Men.)
3) стирать, сметать, счищать(τέν κόνιν Xen.)
4) встряхивать, трясти(τὸν κάλαμον Arst.)
5) быстро двигать, кружить(πόδα ἐν κύκλῳ Arph.)
6) возбуждатьσεσοβημένος πρὸς δόξαν Plut. — горящий жаждой славы;
περὴ ὀργέν σεσοβημένος Sext. — распаленный гневом7) гордо проноситься, важно проходить(διὰ τῆς ἀγορᾶς Dem.; ἐν ὄχλῳ δορυφόρων Plut.)
8) мчаться, спешить(ἐς Ἄργος Luc.)
-
2 διασοβεω
1) распугивать, разгонять(τὰς ὀρέξεις ταῖς Μούσαις Plut.)
2) med. кичиться(μέ δ. μήδ΄ ἐπαίρεσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
διεσόβουν — διά σοβέω scare away imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) διά σοβέω scare away imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασεσοβηκώς — διά σοβέω scare away perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασεσοβημένος — διά σοβέω scare away perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασεσόβηται — διά σοβέω scare away perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσοβήθησαν — διά σοβέω scare away aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσόβει — διά σοβέω scare away imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)