-
1 δια-σκοπέω
δια-σκοπέω, = διασκέπτομαι, genau betrachten, erwägen; Thuc. 7. 48; Plat. Phaed. 61 e u. Folgde. Auch med., Phaed. 70 e, χρὴ διασκοπεῖσϑαι; vgl. Plut. Alcib. 10.
-
2 προ-δια-σκοπέω
προ-δια-σκοπέω, = Vor., bes. praes., D. Cass.
-
3 συν-δια-σκοπέω
συν-δια-σκοπέω, mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen; μετὰ σοῠ ἂν ἥδιστα ταῠτα συνδιασκοποίην, Plat. Prot. 361 d; u. eben so med. praes., Rep. V, 458 b Eryx. 399 e.
-
4 ἐπι-δια-σκοπέω
ἐπι-δια-σκοπέω, dabei überlegen, D. Cass. frg. Vatic. p. 184.
-
5 διασκοπέω
δια-σκοπέω, genau betrachten, erwägen -
6 προδιασκέπτομαι,
προ-δια-σκέπτομαι, u. προ-δια-σκοπέω, vorher genau untersuchen -
7 προδιασκοπέω
προ-δια-σκέπτομαι, u. προ-δια-σκοπέω, vorher genau untersuchen -
8 συνδιασκοπέω,
συν-δια-σκοπέω, u. συν-δια-σκέπτομαι, mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen -
9 συνδιασκέπτομαι
συν-δια-σκοπέω, u. συν-δια-σκέπτομαι, mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen -
10 ἐπιδιασκοπέω
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский