-
1 δια-σκαλεύω
δια-σκαλεύω, durchhacken, Plut. de sol. anim. 31.
-
2 διασκαλεύω
δια-σκαλεύω u. δια-σκάλλω, durchhacken -
3 διασκάλλω
δια-σκαλεύω u. δια-σκάλλω, durchhacken
1 δια-σκαλεύω
δια-σκαλεύω, durchhacken, Plut. de sol. anim. 31.
2 διασκαλεύω
3 διασκάλλω