-
1 δια-παρθενεύω
δια-παρθενεύω, entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρϑενευμένη, διεπαρϑένευσε, διαπεπαρϑενευκότα, διεπαρϑένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
-
2 διαπαρθενεύω
1 δια-παρθενεύω
δια-παρθενεύω, entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρϑενευμένη, διεπαρϑένευσε, διαπεπαρϑενευκότα, διεπαρϑένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
2 διαπαρθενεύω