-
1 δια-μινυρίζομαι
δια-μινυρίζομαι, v. l. für δια-μινύρομαι, winselnd singen, Ar. Th. 100.
-
2 διαμινυρίζομαι
δια-μινυρίζομαι u. δια-μινύρομαι, winselnd singen -
3 διαμινύρομαι
δια-μινυρίζομαι u. δια-μινύρομαι, winselnd singen -
4 διαμινυρομαι