-
1 δια-μέτρησις
δια-μέτρησις, ἡ, das Vermessen, ἀλφίτων Plut. an seni resp. ger. 4.
-
2 διαμέτρησις
δια-μέτρησις, ἡ, das Vermessen -
3 διαμετρησις
1 δια-μέτρησις
δια-μέτρησις, ἡ, das Vermessen, ἀλφίτων Plut. an seni resp. ger. 4.
2 διαμέτρησις
3 διαμετρησις