-
1 δια-λεκτικός
δια-λεκτικός, ή, όν, zum Gespräch, bes. zum Disputiren gehörig, geschickt, dialektisch; ῥήτορες δ., Plat. Crat. 398 d; nach 390 c ὁ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσϑαι ἐπιστάμενος; – comparat., Polit. 287 a; superl., Xen. Mem. 4, 5, 12; – ἡ δ. ἐπιστήμη, τέχνη, Disputirkunst, Plat. Soph. 253 d Phaedr. 276 e; τὸ δ., dass., Soph. 253 e. – Adv., διαλεκτικῶς, Plat. Phil. 17 a u. Sp.
-
2 διαλεκτικός
δια-λεκτικός, ή, όν, zum Gespräch, bes. zum Disputieren gehörig, geschickt; ἡ δ. ἐπιστήμη, τέχνη, Disputierkunst
См. также в других словарях:
λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα … Dictionary of Greek