-
1 δια-λακτίζω
δια-λακτίζω, in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.
-
2 διαλακτίζω
См. также в других словарях:
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek