-
1 δια-κύπτω
δια-κύπτω, sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
-
2 διακύπτω
δια-κύπτω, sich durch eine Öffnung hervorbeugen, hervorgucken -
3 διακυπτω
1) высовываться в окно Arph.2) выглядывать наружу(διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες)
διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. — выглянув в окошко тюрьмы -
4 κῡφός
κῡφός (vgl. κύπτω), vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt; γήραϊ κυφός Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ γῆρας D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).
-
5 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
6 προκυπτω
наклонившись выглядывать, высовываться(διὰ ὀπῶν Sext.)
ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους Arph. — едва успел я выйти за (городские) стены;οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plut. — (об одном горбатом государственном деятеле в шутку говорили, что он) не наблюдает за городом, а нагибается (над ним) -
7 παρακύπτω
A stoop sideways, of the attitude of a bad harp-player, Ar.Ach.16 ; lean over a railing, POxy.475.23 (ii A.D.).II stoop for the purpose of looking, and so,2 peep out of a door or window,ἐκ θυρίδος Ar.Th. 797
, cf. 799, V. 178 ;π. ὥσπερ γαλῆ Id.Ec. 924
; of girls peeping after a lover, Id. Pax 982, 985, Theoc.3.7 ;διὰ τῶν θυρίδων LXX Ca.2.9
; π. τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν so as to see him, Plu.2.766d: metaph., σωτηρία παρέκυψε a hope of safety peeped out, Ar.Ec. 202 ; ὀδόντων παρακυψάντων, of the first teeth, Sor.1.118 : folld. by an interrog. clause, peep out and see,π. τίς ἄνεμος πνεῖ Arr.Epict.1.1.16
:— [voice] Pass., θυρίδες παρακυπτόμεναι prob. out of which people look, LXX 3 Ki.6.9(4).3 of persons outside a place, peep in, look in, εἰς οἰκίαν ib.Si. 21.23 ;παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον Ev.Jo.20.11
; παρακύψας βλέπει ib. 5, Ev.Luc.24.12 ;ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ep.Jac.1.25
;π. εἰς τὰ ὑμέτερα Luc.Pisc.30
, cf. 1 Ep.Pet.1.12 ; of a thing, appear in,ἐς ἀρχόν Hp.Fist.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακύπτω
См. также в других словарях:
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek