-
1 δια-κόσμησις
δια-κόσμησις, ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
-
2 διακόσμησις
δια-κόσμησις, ἡ, Anordnung. Einrichtung -
3 διακοσμησις
- εως ἥ1) приведение в порядок, упорядочение, устроение(πόλεων καὴ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.)
διακοσμήσεις περί τι Plut. — меры по приведению в порядок чего-л.2) порядок, благоустройство(ἥ τῶν ὅλων τάξις καὴ δ. Arst.)