-
1 κρίνω
κρίνω / δια|κρίνω ['разбирать'] 1. различать, выделять; 2. разрешать спорный вопрос, судить -
2 διακρινω
1) разделять, разводить(εἰ μέ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἥ μάχη διεκρίθη Plut.)
2) разделять на составные части, разлагать(τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὴ συγκρίνεσθαι Plat.)
εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. — все с необходимостью приходит к (своему) распаду3) разделять пополам, расчесывать на пробор(κόμη διακεκριμένη Plut.)
4) разбирать, различать5) тж. med. различать, отличать(τί τινος и τι καί τι Plat.)
οὐδένα διακρίνων Her. — никого не различая, т.е. всех без разбора6) решать, определять(τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.)
ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. — этого я решить не в состоянии;διακρῖναι ποῖον ἀντὴ ποἱου αἱρετέον Arst. — определить, что чему предпочесть7) тж. med. разбирать, решать(δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.)
ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. — решить свой спор оружием или путем переговоров;μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. — померяться в бою силами с кем-л.8) med. колебаться, сомневатьсяμηδὲν διακρινόμενος NT. — нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»)
-
3 προκρινω
1) делать выбор, отбирать, выбиратьἐκ πάντων τινὰς π. Her. — сделать выбор в пользу кого-л. предпочтительно перед всеми (остальными);
ἐκ προκρίτων προκρίνεσθαι Plat. — делать отбор из (числа уже) отобранных;ὅ προκριθεὴς καὴ ὅ προκρίνων Plat. — (как) избранный, так и избирающий;τὰ προκεκριμένα (sc. γένη) Her. — отборные, т.е. наиболее выдающиеся племена;τὸ ἐμὲ προκριθῆναι ὑπὸ ὑμῶν ἄρχοντα Xen. — избрание меня вами в качестве архонта2) отдавать преимущество, предпочитатьπ. τινὰ ἑαυτοῦ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Plat. — отдавать кому-л. предпочтение перед собой при выборе на государственные посты
3) ставить выше(τινά τινος Her.)
προκεκρίσθαι εἶναι κάλλιστον Xen. — считаться самым прекрасным4) решать заранее или первым, предрешатьβαρύ τε καὴ κοῦφον ἁφὰ προκρίνει Plat. — что тяжело и что легко, решает уже осязание;
τὸ ἐκ τῆς βουλῆς προκριθέν Arst. — сделанный выбор, намерение
См. также в других словарях:
καλοδιακρίνω — (Μ) κρίνω δίκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + δια κρίνω «κρίνω, διαιτητεύω»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek