-
1 διακροτεω
1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части(ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.)
2) перен. пробивать, протыкать(τινα Eur.)
3) сбивать(τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.)
См. также в других словарях:
διακεκροτηκέναι — διά κροτέω make to rattle perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκρότηται — διά κροτέω make to rattle perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκροτήθη — διά κροτέω make to rattle aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκροτήσατ' — διεκροτήσατο , διά κροτέω make to rattle aor ind mid 3rd sg διεκροτήσατε , διά κροτέω make to rattle aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)