-
1 δια-θρυμματίδες
δια-θρυμματίδες, αἱ, δαιτός, eine Art Kuchen, Antiphan. bei Ath. XIV, 661 f. Vgl. ϑρυμματίς.
-
2 διαθρυμματίδες
δια-θρυμματίδες, αἱ, δαιτός, eine Art Kuchen
1 δια-θρυμματίδες
δια-θρυμματίδες, αἱ, δαιτός, eine Art Kuchen, Antiphan. bei Ath. XIV, 661 f. Vgl. ϑρυμματίς.
2 διαθρυμματίδες