-
1 διαθολοω
См. также в других словарях:
διατεθολωμένοι — διά θολόω make turbid perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διαθολοω
διατεθολωμένοι — διά θολόω make turbid perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)