-
1 δια-θερμασία
δια-θερμασία, ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
-
2 διαθερμασία
δια-θερμασία, ἡ, Durchwärmung, Erhitzung -
3 διαθερμασια
1 δια-θερμασία
δια-θερμασία, ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
2 διαθερμασία
3 διαθερμασια