-
1 δια-δρομή
δια-δρομή, ἡ, 1) das Hin- u. Herlaufen, Aesch. Spt. 351; Pol. 15, 30 u. a. Sp.; διαδρομὴν ἔχειν, von einer Krankheit, sich verbreiten, Plut. reip. ger. pr. g. E. – 2) die Stelle, wo man durchlaufen kann, Durchgang, Xen. Cyn. 10, 8. – Bei Plut. Lucull. 39 = Wassergraben.
-
2 διαδρομή
δια-δρομή, ἡ, (1) das Hin- u. Herlaufen; διαδρομὴν ἔχειν, von einer Krankheit: sich verbreiten. (2) die Stelle, wo man durchlaufen kann, Durchgang; Wassergraben
См. также в других словарях:
μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] … Dictionary of Greek
πολυδρομή — ἡ, Α μεγάλη διαδρομή, πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, εκ δρομή] … Dictionary of Greek
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek