-
1 δια-δάκνω
-
2 διαδακνόντων
διά-δάκνωbite: pres part act masc /neut gen plδιά-δάκνωbite: pres imperat act 3rd pl -
3 διαδάκνομεν
διά-δάκνωbite: pres ind act 1st plδιά-δάκνωbite: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
4 διαδάκνω
-
5 διαδακνόμενα
διά-δάκνωbite: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
6 διαδακνόμενοι
διά-δάκνωbite: pres part mp masc nom /voc pl -
7 διαδάκνειν
διά-δάκνωbite: pres inf act (attic epic) -
8 διαδάκνεσθαι
διά-δάκνωbite: pres inf mp -
9 διαδάκνοντες
διά-δάκνωbite: pres part act masc nom /voc pl -
10 διέδακνε
διά-δάκνωbite: imperf ind act 3rd sg -
11 διέδακνεν
διά-δάκνωbite: imperf ind act 3rd sg -
12 διαδακνω
разрывать зубами, грызть, разгрызать(διαδάκνεσθαι τῷ Κερβέρῳ Plut.)
; перен. преследовать, донимать(τινά Polyb.)
См. также в других словарях:
διαδακνόντων — διά δάκνω bite pres part act masc/neut gen pl διά δάκνω bite pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδάκνομεν — διά δάκνω bite pres ind act 1st pl διά δάκνω bite imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδακνόμενα — διά δάκνω bite pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδακνόμενοι — διά δάκνω bite pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδάκνειν — διά δάκνω bite pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδάκνεσθαι — διά δάκνω bite pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδάκνοντες — διά δάκνω bite pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέδακνε — διά δάκνω bite imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέδακνεν — διά δάκνω bite imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… … Dictionary of Greek