-
1 διαγραφη
ἥ1) вычерчивание, графическое изображение(τρόπος τῆς διαγραφῆς Plat.)
2) рисунок, чертеж3) описание(αἱ ἀνατομαὴ διαγραφαί Arst.)
4) расписание, ассигнование -
2 βια
эп.-ион. βίη ἥ1) жизненная сила, жизньβίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. — убить кого-л.
2) сила, мощь(κάρτος τε β. τε Hom.; ἥ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.)
βίην καὴ χεῖρας ἀμείνων Hom. — превосходящий силой рук;ἰσχὺς ἀμήχανος τῆς βίας Arst. — огромная сила напора;μετὰ βίας πολλῆς Plut. — с огромной силой;3) сила, насилие, принуждениеβίᾳ (βίῃ) и βίηφι Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. — силой, насильно;
πρὸς βίαν Aesch., Plat.; — по принуждению, поневоле, насильно;αἱ βίᾳ πράξεις Plat. — насильственные действия;βίας γραφή юр. Plut. — жалоба на насилие -
3 υβρις
I.- ίδος ἥ гибрида ( ночная хищная птица) Arst.II.I- εως и εος, ион. ιος ἥ1) наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумлениеὕβρει Soph., δι΄ ὕβριν и διὰ τέν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ΄ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. — из дерзости или в насмешку
2) бесчинство, насилие, оскорблениеὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. — наносить кому-л. обиду;
ὕ. τοῦ σώματος Isocr. — физическое насилие;ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. — оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.;νόμος ὕβρεως Dem. — закон против насилий;4) ущерб, вред NT.IIὅ Hes. = ὑβριστής См. υβριστης
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ДИКА, ДИКЭ — •Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым… … Реальный словарь классических древностей
Дика — • Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым она восседает вместе (πάρεδρος).… … Реальный словарь классических древностей
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия