Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δια-βόρος

См. также в других словарях:

  • νεόβορος — νεόβορος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ βεβρωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βορος (< βορά), πρβλ. διά βορος] …   Dictionary of Greek

  • διάβορος — διάβορος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει 2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + βορος < βορά*] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • May 21 (Eastern Orthodox liturgics) — May 20 Eastern Orthodox Church calendar May 22 All fixed commemorations below celebrated on June 3 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»