-
1 δια-βρεχής
δια-βρεχής, ές, durchnäßt, Luc. Tragod. 303.
-
2 διαβρεχής
δια-βρεχής, ές,A wet through, soaked, Luc. Trag.304.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβρεχής
-
3 διαβρεχής
δια-βρεχής, ές, durchnässt -
4 διαβρεχης
См. также в других словарях:
οινοβρεχής — οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, ές (Α) 1. μεθυσμένος 2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια βρεχής] … Dictionary of Greek