-
1 δια-βιβρώσκω
δια-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), durchfressen, zernagen; διαβεβρῶσϑαι Plat. Tim. 83 a; Hippocr. u. Sp.
-
2 ὑπο-δια-βιβρώσκω
ὑπο-δια-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), allmälig durchnagen, Hippocr.
-
3 διαβιβρώσκω
δια-βιβρώσκω, durchfressen, zernagen -
4 ὑποδιαβιβρώσκω