-
1 δια-βιβάζω
δια-βιβάζω, hinüberbringen, -führen, τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Her. 1, 75; τοὺς ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc. 4, 8; so Folgde; τὸν ποταμόν, Plat. Legg. X, 900 c; τὸ στράτευμα τὸν ποταμόν Plut. Pelop. 24; λόγον εἰς πέρας, zu Ende bringen, Heliod. 2, 4. – Bei Sp. auch von der Zeit, hinbringen, verleben.
-
2 συν-δια-βιβάζω
συν-δια-βιβάζω, mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.
-
3 διαβιβάζω
δια-βιβάζω, hinüberbringen, -führen; λόγον εἰς πέρας, zu Ende bringen; von der Zeit: hinbringen, verleben -
4 συνδιαβιβάζω
συν-δια-βιβάζω, mit oder zugleich durch- od. überführen
См. также в других словарях:
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek