-
1 δια-βάσκω
δια-βάσκω, einherstolzieren, Ar. Av. 486.
-
2 δια-βιβάσθω
δια-βιβάσθω, Conj. für δια-βιβάσκω, = δια-βάσκω, Hippocr.
-
3 διαβάσκω
-
4 διαβασκω
1 δια-βάσκω
δια-βάσκω, einherstolzieren, Ar. Av. 486.
2 δια-βιβάσθω
δια-βιβάσθω, Conj. für δια-βιβάσκω, = δια-βάσκω, Hippocr.
3 διαβάσκω
4 διαβασκω