-
1 δια-ίχρημι
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27, 11, nach Harpocr. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.
-
2 διαίχρημι
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen
1 δια-ίχρημι
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27, 11, nach Harpocr. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.
2 διαίχρημι