-
1 διαψευδω
преимущ. med. обманывать(τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τέν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.)
Ἡρόδοτος διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. — Геродот неправильно написал, будто эфиопы …;pass. — быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): -
2 διαψεύδω
-
3 διαψεύδω
[диапсэвдо] р. изобличать во лжи, опровергатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαψεύδω
-
4 διαψεύδω
[диапсэвдо] ρ изобличать во лжи, опровергать. -
5 ελπίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) надежда; ожидания, чаяния;διαψεύδω (δικαιώνω) τίς ελπίδες — обманывать (оправдывать) надежды;
τρέφω την ελπίδα — питать надежду;
στηρίζω (την) ελπίδα στο... — возлагать надежду на...;
με την ελπίδα πώς... — в надёждег что...;
δεν έχω ούτε την ελάχιστη ελπίδα — не иметь ни малейшей надежды;
2) шанс;δεν έχει καθόλου ελπίδες — у него нет никаких шансов;
§ παρ' ελπίδα — вопреки всем ожиданиям, паче чаяния
См. также в других словарях:
διαψεύδω — διαψεύδω, διέψευσα βλ. πίν. 128 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαψεύδω — (ΑΝ) αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη νεοελλ. εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο αρχ. 1. απατώ, γελώ 2. αρνούμαι 3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι … Dictionary of Greek
διαψεύδω — διάψευσα και διέψευσα, διαψεύστηκα, διαψευσμένος 1. αποδεικνύω ότι κάποιος ψεύδεται ή ότι κάτι είναι ψεύτικο: Ο συνήγορός του διέψευσε όλες τις κατηγορίες. 2. αποδεικνύω ότι κάτι δε στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα: Οι ελπίδες που έτρεφε για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαψεύδῃ — διαψεύδω deceive pres subj mp 2nd sg διαψεύδω deceive pres ind mp 2nd sg διαψεύδω deceive pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεψευσμένα — διαψεύδω deceive perf part mp neut nom/voc/acc pl διεψευσμένᾱ , διαψεύδω deceive perf part mp fem nom/voc/acc dual διεψευσμένᾱ , διαψεύδω deceive perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεψεύσθην — διαψεύδω deceive plup ind mp 3rd dual διαψεύδω deceive aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) διαψεύδω deceive aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψευδόμεθα — διαψεύδω deceive pres ind mp 1st pl διαψεύδω deceive imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψευδόμενον — διαψεύδω deceive pres part mp masc acc sg διαψεύδω deceive pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψευσαμένων — διαψεύδω deceive aor part mid fem gen pl διαψεύδω deceive aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψευσθέντα — διαψεύδω deceive aor part pass neut nom/voc/acc pl διαψεύδω deceive aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψευσάμενον — διαψεύδω deceive aor part mid masc acc sg διαψεύδω deceive aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)