-
1 διαχάλασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχάλασις
-
2 διαχάλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχάλασμα
-
3 διαχαλαστέον
A one must relax, Sor.1.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχαλαστέον
-
4 διαχαλάω
A loosen, relax,τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγός Arist.Pr. 886b2
;τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματος Epicr. 3.19
;δ. μέλαθρα
unbar,E.
IA 1340.II make supple by exercise, X.Eq.7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχαλάω
-
5 διαχαράσσω
A sever, divide, D.H.Dem.43 ([voice] Pass.); strip off,ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23
; carve, give shape to, Plu. 2.636c ([voice] Pass.), cf. Ph.1.649 ([voice] Pass.); sharpen,τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b
:—[voice] Med., scrape, S.Ichn.255:—[voice] Pass.,πέτραις -κεχαραγμένοι τὰ σκέλη Agath.4.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχαράσσω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский