-
1 διαφυη
ἥ1) щель, просвет, промежуток(τὰ ὀστᾶ διαφυὰς ἔχει χωρὴς ἀπ΄ ἀλλήλων Plat.)
αἱ διαφυαὴ τῶν ὀδόντων Plut. — промежутки между зубами2) надрез, шов(κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυέν οὐδεμίαν Xen.; ἐρεβίνθου δ. Plut.)
-
2 διαφυας
-
3 διαφυσις
См. также в других словарях:
διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους … Dictionary of Greek
διαφυή — natural break fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυαί — διαφυή natural break fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυῆς — διαφυή natural break fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυήν — διαφυή natural break fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυάς — διαφρυάς, η (Α) διαφυή* … Dictionary of Greek
διαφυάς — fem nom sg διαφυά̱ς , διαφυή natural break fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)