Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαφυή

См. также в других словарях:

  • διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους …   Dictionary of Greek

  • διαφυή — natural break fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυαί — διαφυή natural break fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυῆς — διαφυή natural break fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυήν — διαφυή natural break fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυάς — διαφρυάς, η (Α) διαφυή* …   Dictionary of Greek

  • διαφυάς — fem nom sg διαφυά̱ς , διαφυή natural break fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»